Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- βρομιάρης, επίθ.· θηλ. βρομιαρέα.
-
- Βρόμικος, ακάθαρτος:
- εβρόμισεν όλους με τα χνότα του ο βρομιάρης (Σπανός A 98).
- Το θηλ. ως ουσ. = βρόμα:
- από βρομιαρέας μη εγλύσεις, Τσίρε (Οψαρ. 36250).
[<ουσ. βρόμα + κατάλ. ‑ιάρης. Το θηλ. στο Du Cange (λ. βρωμιαρέας). Η λ. και σήμ.]
- Βρόμικος, ακάθαρτος:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- βρομιάρης -α -ικο [vromnáris] Ε9 : 1. που τον χαρακτηρίζει μόνιμα η έλλειψη καθαριότητας, η βρομιά· ακάθαρτος, βρομερός. 2. (μτφ.) άνθρωπος αισχρός, ανήθικος.
[μσν. βρομιάρης < βρόμ(α) -ιάρης]