Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- βρομερός, επίθ.
-
- 1) Που μυρίζει άσχημα:
- (Ερωτόκρ. Β´ 447).
- 2) Απαίσιος, αποτροπιαστικός:
- να εκδικηθείτε τα έθνη τα αλλόπιστα στην βρομερήν των πίστην (Ψευδο-Γεωργηλ., Άλ. Κων/π. 321).
[<ουσ. βρόμα + κατάλ. ‑ερός. Η λ. πιθ. τον 6.-7. αι. (LBG) και σήμ.]
- 1) Που μυρίζει άσχημα:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- βρομερός -ή -ό [vromerós] Ε1 : 1. που είναι γεμάτος βρόμα, ακάθαρτος, ρυπαρός: Bρομερό ρούχο / σπίτι. 2. (μτφ.) που είναι αισχρός, ανήθικος: Bρομερό υποκείμενο. Bρομερά λόγια / ψέματα. Mπλέχτηκα σε μια βρομερή υπόθεση.
βρομερά ΕΠIΡΡ. [μσν. βρομερός < βρόμ(α) -ερός]