Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- βρομίζω [vromízo] -ομαι Ρ2.1 : ANT καθαρίζω. 1. κάνω κτ. βρόμικο, ακάθαρτο, λερώνω, ρυπαίνω: Mου βρόμισες το πάτωμα με τα παπούτσια σου. Πού βρόμισες το παντελόνι σου; Οι καπνοί των εργοστασίων βρομίζουν την ατμόσφαιρα. 2. γίνομαι βρόμικος, ακάθαρτος, λερώνομαι: Tα άσπρα ρούχα βρομίζουν εύκολα. Bρόμισαν τα σεντόνια, πρέπει να τ΄ αλλάξουμε.
[μσν. βρομίζω < ελνστ. βρωμ(ῶ) μεταπλ. -ίζω με βάση το συνοπτ. θ. βρωμησ- (ορθογρ. κατά το βρομάω)]
[Λεξικό Κριαρά]
- βρομίζω.
-
– Βλ. και βρομώ.
- Α´ Αμτβ. (ενεργ. και μέσ.) βγάζω άσχημη μυρωδιά:
- το ψάρι ος εις τον ποταμό εψόφησεν και εβρόμισεν ο ποταμός (Πεντ. Έξ. VII 21)·
- παλαμίδες … βρομισμένες (Προδρ. ΙV 248-12 χφφ PK κριτ. υπ.)·
- (μεταφ.):
- πολλά βρομισμένην τάξιν (Μαχ. 1022).
- Β´ Μτβ.
- 1) Μεταδίδω (σε κάπ.) άσχημη μυρωδιά:
- (Σπανός A 318).
- 2) Κάνω κάπ. μισητό:
- εθολώσετε εμέν να με βρομίσετε εις το καθιζάμενο της ηγής (Πεντ. Γέν. XXXIV 30).
- 1) Μεταδίδω (σε κάπ.) άσχημη μυρωδιά:
[<αόρ. του βρομώ. Η λ. στο Meursius (βρωμίζειν) και σήμ.]
- Α´ Αμτβ. (ενεργ. και μέσ.) βγάζω άσχημη μυρωδιά: