Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: βρισίδι
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
βρισίδι το [vrisíδi] Ο44α : (οικ.) πολλές και απανωτές βρισιές: Tου πάτησα ένα ~ που ήταν όλο δικό του.

[βρισ(ιά) -ίδι]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες