Παράλληλη αναζήτηση
38 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- βρε [vré] επιφ. κλητικό : συνήθ. συνοδεύεται από επιφωνηματική φράση ή πρόταση και εκφράζει ανάλογα με το νόημα του λόγου και το χρωματισμό της φωνής ποικίλα συναισθήματα· μωρέ· (πρβ. ρε): 1α. χαρά, ξάφνιασμα: ~ τι έκπληξη ήταν αυτή! Xρόνια σου πολλά ~! Άντε ~, αλήθεια, σοβαρά; β. συχνά με διπλή ή τριπλή επανάληψη: ~ ~ ~, σαν τα χιόνια! ~ ~ ~ καλώς τους. 2. ανησυχία, ήπια αγανάκτηση: Έλα ~ παιδί μου, πρόσεχε / μην αργείς! Γιατί ~ παιδιά κάνετε τόσο θόρυβο; Επιτέλους ~ παιδιά. Aμάν ~ παιδιά. ΦΡ ~ καλέ μου, ~ χρυσέ μου, για τις περιπτώσεις που ο ομιλητής αφηγείται τις μάταιες προσπάθειες που έκανε για να μεταπείσει κπ. 3. (υβρ.) έντονη αγανάκτηση: Tι θέλεις ~; Γιατί ~ ενοχλείς συνέχεια; ~ άντε χαθείτε από δω! 4. σε παράκληση: Έλα ~ μαζί μας! Έλα ~ βοήθησέ μας. Kάνε μας ~ το χατίρι, σε παρακαλώ! 5. με κλητική πτώση σε προσφώνηση: Tι κάνετε ~ εσείς εκεί κάτω;
[μσν. βρε < τουρκ. bre, bire]
[Λεξικό Κριαρά]
- βρε, επιφ.,
- βλ. μωρέ.
[Λεξικό Κριαρά]
- βρεβία η.
-
- Επιστολή:
- (Λεξ. IV 112).
[<μτγν. ουσ. βρέβιον (DGE, LBG, λ. ‑αιον)]
- Επιστολή:
[Λεξικό Κριαρά]
- βρέβος το,
- βλ. βρέφος.
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- βρέγμα το [vréγma] Ο48 : (ανατ.) το τμήμα του κρανίου που βρίσκεται πάνω από το μέτωπο.
[λόγ. < αρχ. βρέγμα]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- βρεγματικός -ή -ό [vreγmatikós] Ε1 : (ανατ.) που ανήκει, αναφέρεται στο βρέγμα: Bρεγματική χώρα. Bρεγματικό οστό και ως ουσ. το βρεγματικό, τετράπλευρο οστό που βρίσκεται στο μεσαίο τμήμα του κρανίου.
[λόγ. βρεγματ- (βρέγμα) -ικός]
[Λεξικό Κριαρά]
- βρέθομαι.
-
- Βρίσκομαι:
- πάλε βρέθουμουν πολλά μετανωμένος (Κυπρ. ερωτ. 15014).
[<αόρ. του βρίσκομαι. Η λ. και τ. σήμ. ιδιωμ. (ΙΛ, λ. βρίσκω, Kahane, GR II 551)]
- Βρίσκομαι:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- βρεκεκέξ [vrekekéks] & βρεκεκεκέξ [vrekekekéks] (άκλ.) : ηχομιμητική λέξη που αποδίδει τον κοασμό του βατράχου: ~ κουάξ κουάξ, ακούγονταν οι βάτραχοι από το έλος.
[λόγ. βρεκεκεκέξ με απλολ. [keke > ke] · λόγ. < αρχ. βρεκεκεκέξ (ηχομιμ., προφ. [bre-] )]
[Λεξικό Κριαρά]
- βρεκτός, επίθ.
-
- Βρεγμένος:
- βρεκτά όσπρια (Παράφρ. Χων. 189).
[<βρέχω. Τ. βρεχτός σήμ. ιδιωμ. Η λ. το 10. αι.]
- Βρεγμένος:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- βρέξιμο το [vréksimo] Ο50 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του βρέχω: ~ των ρούχων / των μαλλιών / του δρόμου.
[βρεξ- (βρέχω) -ιμο]