Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- βραχώδης -ης -ες [vraxóδis] Ε11 : (για τόπο, έδαφος) που είναι γεμάτος βράχους: Bραχώδες έδαφος. Bραχώδεις ακτές. H περιοχή είναι ~ και ακατάλληλη για καλλιέργεια.
[λόγ. < ελνστ. βραχώδης]