Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: βραχυχρόνιος -α -ο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
βραχυχρόνιος -α -ο [vraxixrónios] Ε6 : που διαρκεί μικρό, σύντομο χρονικό διάστημα: Bραχυχρόνια παραμονή / ανάπαυλα. ANT μακροχρόνιος.

[λόγ. < αρχ. βραχυχρόνιος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες