Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- βραχνός, επίθ.
-
- Που έχει τραχιά φωνή:
- (Θησ. Γ´ [817]).
[<επίθ. βραγχός (6. αι.) <αρχ. ουσ. βράγχος. Η λ. και σήμ.]
- Που έχει τραχιά φωνή:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- βραχνός -ή -ό [vraxnós] Ε1 : 1α. που εξαιτίας παθήσεως ή ιδιομορφίας των φωνητικών χορδών είναι αλλοιωμένος, τραχύς και όχι καθαρός: Bραχνή φωνή. β. (για πρόσ.) που έχει βραχνή φωνή: Είμαι βραχνή σήμερα και δεν μπορώ να τραγουδήσω. 2. για φωνή ή ήχο αλλοιωμένο από βραχνάδα, που παράγεται από έμψυχα ή και άψυχα: Aκούγονται τα βραχνά τραγούδια των μεθυσμένων. H βραχνή ζεστή φωνή της μάγεψε το ακροατήριο. Tο ηχητικό σήμα έβγαινε απ΄ τα μεγάφωνα βραχνό.
βραχνά ΕΠIΡΡ: Mιλούσε ~ και με δυσκολία. [μσν. βραχνός < βραγχός (μετάθ. του ριν.: [ŋx > xn] ) < αρχ. βράγχος `βραχνάδα΄ με μετακ. του τόνου]