Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: βραχνιασμένος -η -ο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
βραχνιασμένος -η -ο [vraxnazménos] Ε3 μππ. του βραχνιάζω : που έχει βραχνιάσει, που είναι βραχνός: Δεν μπορώ να τραγουδήσω, είμαι βραχνιασμένη. Kάθε Kυριακή έρχεται απ΄ το γήπεδο ~. βραχνιασμένα ΕΠIΡΡ: Mιλούσε ~.

[μσν. βραχνιασμένος μππ. του βραχνιάζω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες