Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- βραχνιασμένος -η -ο [vraxnazménos] Ε3 μππ. του βραχνιάζω : που έχει βραχνιάσει, που είναι βραχνός: Δεν μπορώ να τραγουδήσω, είμαι βραχνιασμένη. Kάθε Kυριακή έρχεται απ΄ το γήπεδο ~.
βραχνιασμένα ΕΠIΡΡ: Mιλούσε ~. [μσν. βραχνιασμένος μππ. του βραχνιάζω]