Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- βραχνιάζω [vraxnázo] Ρ2.1α μππ. βραχνιασμένος* : γίνομαι βραχνός: Bράχνιασα απ΄ τις φωνές / το κλάμα / το τραγούδι. Bράχνιασε ο λαιμός μου / η φωνή μου. || κάνω κπ. βραχνό: Mε βράχνιασαν οι φωνές και τα τραγούδια.
[μσν. *βραχνιάζω (πρβ. μππ. βραχνιασμένος) < βραχν(ός) -ιάζω]
[Λεξικό Κριαρά]
- βραχνιάζω.
-
- Η μτχ. παρκ. ως επίθ. = βραχνός:
- (Διήγ. ωραιότ. 575).
[<βραγχιάζω (Ησύχ., DGE) <αρχ. βραγχιάω. Η λ. τον 11. αι. (LBG) και σήμ.]
- Η μτχ. παρκ. ως επίθ. = βραχνός: