Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- βραχνάδα η [vraxnáδa] Ο26 : η αλλοίωση της χροιάς της φωνής εξαιτίας παθήσεων ή ιδιομορφίας του λάρυγγα και ιδίως των φωνητικών χορδών: Aπό την ψύξη / από το τσιγάρο μού έμεινε μια ~. H τραγουδίστρια έχει μια ~ στη φωνή της που μ΄ αρέσει.
[βραχν(ός) -άδα]