Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: βραχιόνιος -α -ο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
βραχιόνιος -α -ο [vraxiónios] Ε6 : που ανήκει ή που αναφέρεται στο βραχίονα1: Bραχιόνιο οστό. ~ μυς.

[λόγ. βραχιον- (βραχίων δες βραχίονας) -ιος μτφρδ. γαλλ. brachial]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες