Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- βραχιόνα η· βραχόνα.
-
- 1)
- α) Βραχίονας, μπράτσο:
- έλαψαν οι βραχόνες των χεριών του (Πεντ. Γέν. ΧLIX 24)·
- β) (μεταφ.) δύναμη:
- μεγαλότητα της βραχόνας σου (αυτ. Έξ. XV 16)·
- να ξαγοράσω εσάς με βραχόνα κλιτή (αυτ. Έξ. VI 6).
- α) Βραχίονας, μπράτσο:
- 2) Ωμοπλάτη (ζώου):
- βραχόνα μαγερεμένη από το κριάρι (αυτ. Αρ. VIΙ 19).
[<ουσ. βραχιόνας ή βραχιόνι + κατάλ. ‑α. Για τον τ. πβ. κατωιταλικό βραχόνα (ο και το), ποντ. βρασˇο΅
να, κ.ά. (Andr., λ. βραχίων). Η λ. και σήμ. ιδιωμ. (ΙΛ, λ. ‑νας, Andr., ό.π.)]
- 1)
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- βραχίονας ο [vraxíonas] Ο5 : 1α. το τμήμα του χεριού από την ωμοπλάτη ως τον αγκώνα· μπράτσο: Tο οστό / οι μύες του βραχίονα. β. (λόγ.) το χέρι. 2. καθετί που μοιάζει με βραχίονα στη μορφή ή στη λειτουργία: ~ του πικάπ, το κινητό μπράτσο που στο άκρο του φέρει την κεφαλή και τη βελόνα. ~ του λιμανιού, λιμενοβραχίονας. Ο ~ του διαστημικού οχήματος, μηχανικό χέρι. || (μηχ.) ~ στροφάλου / μοχλού / τροχαλίας.
[λόγ. < αρχ. βραχίων, αιτ. -ονα]
[Λεξικό Κριαρά]
- βραχίονας, βραχιόνας ο,
- βλ. βραχίων.