Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- βραχιόλι το [vraxóli] Ο44 : 1. κόσμημα συνήθ. κυκλικού σχήματος που φοριέται κυρίως στο χέρι: Xρυσό / ασημένιο ~. Είχε σκεπασμένα τα χέρια της με χρυσά βραχιόλια και δαχτυλίδια. ΦΡ χρυσό ~, το πτυχίο για τη γυναίκα, ως μέσο που την εξασφαλίζει επαγγελματικά, οικονομικά. 2. μετάλλινος πλατύς δακτύλιος που συνδέει ή συγκρατεί δύο τμήματα ενός συνόλου (ράβδου, όπλου, μηχανήματος κτλ.). 3. (μτφ., πληθ., προφ.) οι χειροπέδες: Συνέλαβαν τον κακοποιό και του πέρασαν τα βραχιόλια.
βραχιολάκι το YΠΟKΟΡ στη σημ. 1. [μσν. βραχιόλι(ον) < ελνστ. βραχιάλιον ( [a > o] από επίδρ. του ελνστ. βραχιόνιον, ίδ. σημ.) < λατ. bracchial(e) -ιον]
[Λεξικό Κριαρά]
- βραχιόλι(ν) το.
-
- Κόσμημα του χεριού, βραχιόλι:
- χυμευτά βραχιόλια (Αχιλλ. N 809).
[<μτγν. ουσ. βραχιάλιον <λατ. brachiale (βλ. L‑S, LBG) με επίδρ. των ουσ. βραχιώνιον, βραχίων. Η λ. (‑ιον) τον 6. αι. και σήμ. (‑ι) ]
- Κόσμημα του χεριού, βραχιόλι: