Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: βραστήρας
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
βραστήρας ο [vrastíras] Ο2 : σκεύος κατάλληλο για το βράσιμο: Hλεκτρικός ~.

[λόγ. βρασ- (βράζω) -τήρ > -τήρας μτφρδ. αγγλ. boiler (διαφ. το συγγ. ελνστ. βραστήρ `λιχνιστήρι΄)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες