Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- βραστήρας ο [vrastíras] Ο2 : σκεύος κατάλληλο για το βράσιμο: Hλεκτρικός ~.
[λόγ. βρασ- (βράζω) -τήρ > -τήρας μτφρδ. αγγλ. boiler (διαφ. το συγγ. ελνστ. βραστήρ `λιχνιστήρι΄)]