Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- βραδύς -εία -ύ [vraδís] Ε7α : (λόγ.) που κάνει κτ. ή που γίνεται σε χρόνο μεγαλύτερο από τον κανονικό ή το συνηθισμένο· αργός. ANT ταχύς, γρήγορος: Οι διαπραγματεύσεις διεξάγονται σε βραδύ ρυθμό. H Ελλάδα είχε βραδύτερη ανάπτυξη σε σχέση με τις άλλες ευρωπαϊκές χώρες. || (χημ.) βραδεία καύση, που δε συνοδεύεται από έκλυση θερμότητας και φωτός.
βραδέως ΕΠIΡΡ. ΦΡ σπεύδε ~, μην ενεργείς βιαστικά. [λόγ. < αρχ. βραδύς· λόγ. < αρχ. βραδέως]