Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: βραδύνω
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
βραδύνω [vraδíno] Ρ8.1α : (λόγ.) 1. κάνω κτ. βραδύ, ελαττώνω την ταχύτητα· (πρβ. επιβραδύνω). ANT ταχύνω: Bράδυνε το βήμα της. 2. (στο γ' πρόσ.) γίνομαι με καθυστέρηση, αργοπορώ: H λύση του προβλήματος δε θα βραδύνει.

[λόγ. < αρχ. βραδύνω]

[Λεξικό Κριαρά]
βραδύνω (I).
  • 1) (Αμτβ.) χρονοτριβώ:
    • (Διγ. Z 992).
  • 2) (Μτβ.) φρ. βραδύνω τον καιρόν, βλ. καιρός φρ. 2.

[αρχ. βραδύνω. Η λ. στο Βλάχ. και σήμ.]

[Λεξικό Κριαρά]
βραδύνω (II).
  • α) (Τριτοπρόσ.) βραδιάζει:
    • εβράδυνεν, ενύκτωσεν, εξέβην η σελήνη (Καλλίμ. 937
  • β) (με υποκ. τη λ. Θεός) φέρνω το βράδι:
    • απήν εβράδυνε ο Θεός, πάμε να κοιμηθούμεν (Διήγ. ωραιότ. 381
  • γ) (με υποκ. τη λ. ώρα) βραδιάζει:
    • (Αχιλλ. N 1050).

[αρχ. βραδύνω. Η λ. και σήμ. ιδιωμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες