Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: βραδύνους -ους -ουν
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
βραδύνους -ους -ουν [vraδínus] Ε12ε : (λόγ.) που έχει μειωμένη αντιληπτική ή κριτική ικανότητα, που εννοεί δύσκολα, καθυστερημένος, κουτός. ANT αγχίνους. || (ιατρ.) που πάσχει από βραδύνοια: Bραδύνοα άτομα. || (ως ουσ.).

[λόγ. < ελνστ. ή μσν. βραδύνους < βραδύ(ς) + νοῦς κατά το οξύνους]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες