Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: βραδύγλωσσος
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Κριαρά]
βραδύγλωσσος, επίθ.
  • Που μιλεί με δυσκολία:
    • (Βελλερ., Επιστ. 5416).

[μτγν. επίθ. βραδύγλωσσος. Η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
βραδύγλωσσος -η -ο [vraδíγlosos] Ε5 : που μιλάει αργά και δυσκολεύεται στην άρθρωση των λέξεων.

[λόγ. < ελνστ. βραδύγλωσσος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες