Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- βραδινός, επίθ.
-
- Που σχετίζεται με το βράδι:
- (Λίβ. Esc. 1929).
- To θηλ. ως ουσ. = βράδι:
- φθάνει μία βραδινή, στη χώρα μέσα μπαίνει (Τζάνε, Κρ. πόλ. 23519).
[<ουσ. βράδι, ‑ί + κατάλ. ‑ινός. Η λ. τον 4.-5. αι. (‑υνός, DGE, LBG), στο Somav. (‑υνός) και σήμ.]
- Που σχετίζεται με το βράδι:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- βραδινός -ή -ό [vraδinós] Ε1 : 1. που έχει σχέση με το βράδυ, που γίνεται κατά τη διάρκειά του: Bραδινό φόρεμα / φαΐ / τρένο. ~ περίπατος / ύπνος. Bραδινή διασκέδαση / ώρα / παράσταση / προβολή. 2. (ως ουσ.) α. η βραδινή, η τελευταία θεατρική παράσταση ή κινηματογραφική προβολή: Έβγαλα εισιτήρια για τη βραδινή. β. το βραδινό: β1. το βράδυ, η βραδιά: Ένα όμορφο / ήσυχο βραδινό. β2. το βραδινό φαγητό: Tι θα φάμε για βραδινό; β3. για νυχτερινές εκδηλώσεις με συγκεκριμένο περιεχόμενο· βραδιά: Mουσικό / φιλολογικό / καλλιτεχνικό βραδινό.
[μσν. βραδινός < βράδ(υ) -ινός]