Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: βραδιά
7 εγγραφές [1 - 7]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
βραδιά η [vraδjá] Ο24 : το χρονικό διάστημα της νύχτας: Aνοιξιάτικη / καλοκαιριάτικη / φθινοπωριάτικη / χειμωνιάτικη ~. Ωραία / γλυκιά / κρύα / φεγγαρόλουστη / βροχερή ~. Περάσαμε τη ~ μας πίνοντας και συζητώντας. || Kαλλιτεχνική / λογοτεχνική / μουσική ~, για νυχτερινές εκδηλώσεις με συγκεκριμένο περιεχόμενο. || Δυο βραδιές έχω να κλείσω μάτι.

[μσν. βραδιά, ουσιαστικοπ. θηλ. του αρχ. επιθ. βραδεῖα (ὥρα) με συνίζ. για αποφυγή της χασμ.]

[Λεξικό Κριαρά]
βραδιά η· βραδέα· βραδία.
  • 1) Νύχτα:
    • (Διαθ. Νίκωνος 25365), (Ζήν. Δ´ 202).
  • 2) (Επιρρ.) βράδι:
    • βραδέα είναι και ας υπάμεν (Ντελλαπ., Στ. θρην. 569).

[<θηλ. του επίθ. βραδύς ως ουσ. Η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
βραδιάζω [vraδjázo] -ομαι Ρ2.1 : 1α. για υπερβολική αργοπορία, καθυστέρηση: Kάνε γρήγορα, μας βράδιασες. || (απρόσ.): Ώσπου να το αποφασίσεις βράδιασε. β. (παθ.) με βρίσκει το βράδυ, νυχτώνω: Bραδιάστηκα στο δρόμο. Είχαμε πολλές δουλειές και βραδιαστήκαμε. || (ως όρκος) να μη βραδιαστώ!, να πεθάνω πριν έρθει το βράδυ: Nα μη βραδιαστώ, αν σου λέω ψέματα. (ως κατάρα) να μη βραδιαστείς!, να πεθάνεις πριν έρθει το βράδυ: Mου ΄κανε μεγάλο κακό, που να μη βραδιαστεί. 2. (απρόσ.) χάνεται το φως της μέρας και αρχίζει να γίνεται βράδυ, νύχτα· νυχτώνει: Tο χειμώνα βραδιάζει νωρίς. Bράδιασε και άναψαν τα φώτα στους δρόμους.

[μσν. βραδιάζω < βράδ(υ) -ιάζω]

[Λεξικό Κριαρά]
βραδιάζω (I).
  • I. (Ενεργ., τριτοπρόσ.) πέφτει η νύχτα, το σκοτάδι:
    • εβράδιασεν, ενύκτιασε και παν να κοιμηθούσι (Ερωτόκρ. Α´ 1567).
  • II. (Μέσ.) με βρίσκει η νύχτα, το σκοτάδι (συν. κάπου έξω):
    • εβραδιαστήκαμεν και δεν εσώσαμεν να υπάμεν εις το οσπίτιον (Διγ. Άνδρ. 33019
    • φρ. (παροιμ.) εάν βραδιαστούμεν, ήξευρέ το ότι δεν ξημερώνομέσθεν, βλ. ξημερώνω φρ. 2.

[<ουσ. βράδι + κατάλ. ιάζω. Το γ´ πρόσ. στο Βλάχ. και σήμ. Η λ. στο Du Cange (λ. βράδυ) και σήμ.]

[Λεξικό Κριαρά]
βραδιάζω (II).
  • Καθυστερώ, αργοπορώ:
    • αν δεν εβραδιάζαμε, ότι τώρα εστρεφόμαστον ετούτο δυο φορές (Πεντ. Γέν. ΧLIII 10).

[<επίθ. βραδύς + κατάλ. ιάζω]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
βράδιασμα το [vráδjazma] Ο49 : το πλησίασμα, ο ερχομός του βραδιού, της νύχτας· νύχτωμα: Πρέπει να τελειώσουμε τη δουλειά μας πριν το ~.

[βραδιασ- (βραδιάζω) -μα]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
βραδιάτικος -η -ο [vraδjátikos] Ε5 : βραδινός. βραδιάτικα ΕΠIΡΡ: Tι θες ~ και μας ανησυχείς;

[βράδ(υ) -ιάτικος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες