Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- βραγχιακός -ή -ό [vranxiakós] Ε1 : (ζωολ.) που ανήκει ή που αναφέρεται στα βράγχια, που γίνεται με αυτά: Bραγχιακή αναπνοή. Bραγχιακά τόξα. Bραγχιακές σχισμές.
[λόγ. βράγχι(ον) -ακός μτφρδ. γαλλ. branchial < αρχ. βράγχιον]