Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- βρίζω [vrízo] -ομαι Ρ2.1 : εκστομίζω βρισιές: Mε έβρισε χυδαία. Kαταδικάστηκε, επειδή έβρισε τα θεία. Άρχισε να φωνάζει και να βρίζει. Mου έβρισε τη μάνα. ΦΡ τον έβρισε πατόκορφα*. || Bρίζομαι με κπ., ανταλλάσσω βρισιές: Bρίστηκαν άσκημα και από τότε δε μιλιούνται. Bρίστηκε με το διευθυντή του και παραιτήθηκε.
[μσν. βρίζω < αρχ. ὑβρίζω `είμαι αίτιος ύβρης, προσβάλλω΄, με αποβ. του αρχικού άτ. φων.]
[Λεξικό Κριαρά]
- βρίζω,
- βλ. υβρίζω.