Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- βρέφος το [vréfos] Ο46 : το παιδί, από το δεύτερο μήνα της γέννησής του ως το τέλος του δωδέκατου· (πρβ. μωρό, νεογνό): Διατροφή / υγιεινή / ψυχολογία του βρέφους. || Θείο ~, ο νεογέννητος Xριστός.
[λόγ. < αρχ. βρέφος]
[Λεξικό Κριαρά]
- βρέφος το· βρέβος.
-
- 1) Νεογέννητο παιδί:
- (Ιστ. Βλαχ. 2201).
- 2) (Μεταφ.) άπειρος, αθώος σα βρέφος:
- (Ερωτόκρ. Α´ 2208).
[αρχ. ουσ. βρέφος. Η λ. και σήμ.]
- 1) Νεογέννητο παιδί: