Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: βρέγμα
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
βρέγμα το [vréγma] Ο48 : (ανατ.) το τμήμα του κρανίου που βρίσκεται πάνω από το μέτωπο.

[λόγ. < αρχ. βρέγμα]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
βρεγματικός -ή -ό [vreγmatikós] Ε1 : (ανατ.) που ανήκει, αναφέρεται στο βρέγμα: Bρεγματική χώρα. Bρεγματικό οστό και ως ουσ. το βρεγματικό, τετράπλευρο οστό που βρίσκεται στο μεσαίο τμήμα του κρανίου.

[λόγ. βρεγματ- (βρέγμα) -ικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες