Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- βράχυνση η [vráxinsi] Ο33 : (γραμμ.) φαινόμενο κατά το οποίο ένα μακρόχρονο φωνήεν μετατρέπεται σε βραχύχρονο.
[λόγ. < μσν. βράχυν(σις) -ση < αρχ. βραχύν(ω) -σις]