Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- βράχος ο [vráxos] Ο18 πληθ. και τα βράχια : 1. μεγάλη πέτρα ή πέτρινος όγκος: H περιοχή είναι γεμάτη με πέτρες και βράχους. Σπίτι χτισμένο πάνω σε βράχο. Aυτοκτόνησε πέφτοντας από έναν ψηλό βράχο. Ο ιερός ~ της Aκροπόλεως. 2. (συνήθ. στον τύπο βράχια) πετρώδης ακτή, ύφαλος ή σκόπελος: H καρίνα της βάρκας χτύπησε στα βράχια. Έκανε βουτιές από τα βράχια. 3. (μτφ.) άνθρωπος σταθερός στις ιδέες και στις πεποιθήσεις του, που διαθέτει ψυχικό σθένος και δύναμη, που δεν υποκύπτει: ~ ηθικής. Στάθηκε ~ ακλόνητος. Δέχτηκε πολλές πιέσεις και απειλές, αλλά αυτός ~.
βραχάκι το YΠΟKΟΡ στη σημ. 1. [μσν. βράχος ο < ελνστ. βράχος τό (μεταπλ. σε αρσ. σαν μεγεθ.) εν. < αρχ. πληθ. βράχεα τά (< βραχύς) `τα ρηχά της θάλασσας΄]
[Λεξικό Κριαρά]
- βράχος (I) ο.
-
- Βράχος:
- (Λίβ. P 1888).
[<ουσ. βράχος το. Η λ. το 12. αι. (LBG) και σήμ.]
- Βράχος:
[Λεξικό Κριαρά]
- βράχος (II) το.
-
- Βράχος:
- (Ριμ. Απολλων. [319]).
[<πληθ. βράχη τα <βραχέα <αρχ. βραχέα (ύδατα). Η λ. τον 6. αι. (DGE, λ. βράχεα) και σήμ. ιδιωμ. (ΙΛ, λ. ‑ος το)]
- Βράχος: