Παράλληλη αναζήτηση
4 εγγραφές [1 - 4] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- βράχνα η [vráxna] Ο25 : (προφ.) βραχνάδα.
[βραχν(ός) -α (αναδρ. σχημ.)]
[Λεξικό Κριαρά]
- βραχνά, επίρρ.
-
- Υπόκωφα, αθόρυβα:
- κτυπώντας τα πτερούγια τους (ενν. οι μύγες) βραχνά (Αχέλ. 1003).
[<επίθ. βραχνός. Η λ. στο Somav. και σήμ.]
- Υπόκωφα, αθόρυβα:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- βραχνάδα η [vraxnáδa] Ο26 : η αλλοίωση της χροιάς της φωνής εξαιτίας παθήσεων ή ιδιομορφίας του λάρυγγα και ιδίως των φωνητικών χορδών: Aπό την ψύξη / από το τσιγάρο μού έμεινε μια ~. H τραγουδίστρια έχει μια ~ στη φωνή της που μ΄ αρέσει.
[βραχν(ός) -άδα]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- βραχνάς ο [vraxnás] Ο1 : καθετί που προκαλεί έντονο άγχος, στενοχώρια, κατάθλιψη: Ο ~ των εξετάσεων. Tο οικονομικό πρόβλημα μού έγινε ~, εφιάλτης.
[< *βαρχνάς (μεταθ. του [r] για διευκόλυνση της άρθρ.) < μσν. βαρυχνάς (συγκ. του άτ. [i] ) < *βαρυφνάς < *βαρυ-υπνάς `με βαρύ ύπνο΄ (τροπή [pn > fn > xn] και αποβ. του ενός από τα δύο όμοια φων.) < βαρυ- + ύπν(ος) -άς]