Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- βράστη η.
-
- 1) Θερμότητα, ζέστη:
- του καλοκαιριού την βράστην (Κυπρ. ερωτ. 1094)·
- (σε μεταφ.):
- (Κυπρ. ερωτ. 11813).
- 2) (Μεταφ.) ακμή:
- πρόθυμον στην βράστην του πολέμου (Αχιλλ. L 162).
[<επίθ. βραστός. Η λ. και σήμ. ιδιωμ.]
- 1) Θερμότητα, ζέστη:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- βραστήρας ο [vrastíras] Ο2 : σκεύος κατάλληλο για το βράσιμο: Hλεκτρικός ~.
[λόγ. βρασ- (βράζω) -τήρ > -τήρας μτφρδ. αγγλ. boiler (διαφ. το συγγ. ελνστ. βραστήρ `λιχνιστήρι΄)]