Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- βράση η [vrási] Ο31 : (οικ.) 1. η ενέργεια του βράζω: Aφήνουμε το φαΐ να πάρει μια ~ και μετά το κατεβάζουμε από τη φωτιά. ΦΡ στη ~ κολλάει το σίδερο, καθετί πρέπει να γίνεται στην κατάλληλη στιγμή. 2. (μτφ.) ακμή, σφρίγος, ζωντάνια: Είναι ακόμη νέο παιδί πάνω στη ~ του.
[ελνστ. βρά(σις) -ση]