Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- βράκα η [vráka] Ο25 : είδος φαρδιού παντελονιού με πολλές πτυχές που δένει με ζώνη και φτάνει συνήθ. ως τα γόνατα ή και ως τον αστράγαλο: Kρητική / μακεδονίτικη / ποντιακή ~.
[ελνστ. βράκα < βράκαι < λατ. bracae (πληθ.) `παντελόνι των Κελτών΄]
[Λεξικό Κριαρά]
- βράκα η.
-
- Ευρύχωρο ανδρικό ή γυναικείο ένδυμα, που περιβάλλει το σώμα από τη μέση έως τα γόνατα ή και τους αστραγάλους:
- από το φόβο … τσι βράκες τως τσιρλούσι (Κατζ. Β´ 10).
[εν. του μτγν. ουσ. βράκες οι (DGE). Η λ. και σήμ.]
- Ευρύχωρο ανδρικό ή γυναικείο ένδυμα, που περιβάλλει το σώμα από τη μέση έως τα γόνατα ή και τους αστραγάλους:
[Λεξικό Κριαρά]
- βρακάκι το.
-
- Κοντή περισκελίδα:
- Φραγκάκια, με τα κούντουρα βρακάκια (Τριβ., Ταγιαπ. 106).
[<ουσ. βρακί + κατάλ. ‑άκι. Η λ. στο Somav. και σήμ.]
- Κοντή περισκελίδα: