Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- βράδιασμα το [vráδjazma] Ο49 : το πλησίασμα, ο ερχομός του βραδιού, της νύχτας· νύχτωμα: Πρέπει να τελειώσουμε τη δουλειά μας πριν το ~.
[βραδιασ- (βραδιάζω) -μα]