Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: βούρτσισμα
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
βούρτσισμα το [vúrtsizma] Ο49 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του βουρτσίζω. α. καθάρισμα, τρίψιμο, γυάλισμα με βούρτσα: Tο ~ των ρούχων / των παπουτσιών / των δοντιών. β. χτένισμα μαλλιών με βούρτσα: Mε το καθημερινό ~ τα μαλλιά γίνονται ίσια και λαμπερά.

[βουρτσισ- (βουρτσίζω) -μα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες