Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- βούρτσα η [vúrtsa] Ο25 : αντικείμενο διάφορων σχημάτων και μεγεθών που αποτελείται από τρίχες, συνθετικές ίνες ή συρμάτινα νήματα προσαρμοσμένα κατάλληλα σε μια βάση, με ή χωρίς λαβή, που χρησιμοποιείται: α. για καθάρισμα, ξεσκόνισμα ή γυάλισμα: ~ ρούχων / παπουτσιών / δοντιών / νυχιών. Πήρε τη ~ κι έτριψε το πάτωμα, ώσπου το γυάλισε. Tα μαλλιά του είναι σαν ~, σκληρά και όρθια. β. για χτένισμα: ~ μαλλιών. γ. για την επάλειψη (ασβέστωμα, χρωματισμό) επιφανειών: Εφοδιάστηκε με βούρτσες και μπογιές κι άρχισε ν΄ ασπρίζει και να βάφει.
βουρτσάκι το YΠΟKΟΡ. [μσν. *βούρτσα (πρβ. μσν. βρούτσα) < μσν. γερμ. Burst ή μέσω του ιταλ. brusta]