Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- βούρδουλας ο [vúrδulas] Ο5 : 1. μαστίγιο κυρίως από δέρμα: Tον χτυπού σε με ένα βούρδουλα. 2. (μτφ.) α. ξυλοδαρμός: Θα πέσει ~. ~ που σου χρειάζεται! β. καταπίεση, καταναγκασμός: Ο Έλληνας χρειάζεται βούρδουλα. Mε το βούρδουλα δε γίνεται τίποτα.
[μσν. *βούρδουλας (σύγκρ. μσν. βουρδουλία) ίσως < υστλατ. burd(us), burd(o) `μουλάρι΄ -ουλας]
[Λεξικό Κριαρά]
- βούρδουλας ο.
-
- α) Μαστίγιο, βούρδουλας:
- εδέρναν τον (ενν. το Χριστό) και με έναν βούρδουλα (Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. 278v)·
- β) (μετων., υβριστ.) άνθρωπος άξεστος, απολίτιστος:
- χωριάτη αδιάντροπε, βούρδουλα (Σουμμ., Παστ. φίδ. Β´ [1231]).
[<ουσ. βούρδουλος (βλ. ά.) ή ‑ον (Somav., ΙΛ, λ. ‑ο). Η λ. και σήμ.]
- α) Μαστίγιο, βούρδουλας: