Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: βούνευρο
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
βούνευρο το [vúnevro] Ο41 : μαστίγιο από δέρμα (από τον αυχενικό τένοντα ή από το γεννητικό μόριο βοδιού).

[λόγ. < μσν. βούνευρον < αρχ. βοῦ(ς) + νεῦρον]

[Λεξικό Κριαρά]
βούνευρο(ν) το.
  • 1) Γεννητικό όργανο βοδιού:
    • (Αιτωλ., Μύθ. 386).
  • 2) Μαστίγιο από το γεννητικό όργανο βοδιού:
    • (Γλυκά, Στ. 509).

[<ουσ. βους + νεύρο(ν). Η λ. (ον) τον 6. αι., ίσως και στον Ησύχ. (DGE) και σήμ. (‑ο)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες