Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- βούλομαι.
-
- 1) Θέλω, επιθυμώ, λογαριάζω, σκέπτομαι:
- (Σουμμ., Παστ. φίδ. Δ´ [203]), (Συναξ. γυν. 177).
- 2) Αποφασίζω:
- σήμερον εβουλήθηκα να πα τη βρω (Πανώρ. Δ´ 241).
- 3) (Απρόσ., ιδ. στον αόρ.) μου ήρθε η επιθυμία να …:
- μήπως … της βουληθεί … και πιάσει το μαχαίρι (Σουμμ., Παστ. φίδ. Ε´ [277])·
- εβουλήθη μου και έπιασα και έγραψά το (Τριβ., Ρε 365).
[αρχ. βούλομαι. Η λ. και σήμ. ιδιωμ.]
- 1) Θέλω, επιθυμώ, λογαριάζω, σκέπτομαι: