Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: βούλλα
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
βούλλα η.
  • 1) Σφραγισμένο δισκίο από μόλυβδο ή άργυρο ή χρυσό που κρεμόταν από επίσημα έγγραφα:
    • προστάγματα του εποίκασιν με κρεμαστές τες βούλλες (Χρον. Μορ. H 316).
  • 2)
    • α) Το όργανο με το οποίο σφραγίζεται κ., σφραγίδα:
      • Περί τον χρυσοχόν οπού ποιεί άνομας βούλλας (Ασσίζ. 2213
    • β) το αποτύπωμα της σφραγίδας:
      • απήρεν μαρτυρίες εγράφως με τες βούλλες τους (Χρον. Μορ. H 8125).
  • 3) (Μεταφ.) στίγμα ηθικό:
    • χίλιες μύριες εντροπές και βούλλες τσι κουκλώνου (Φορτουν. Β´ 398).
  • 4) Επίσημο έγγραφο σφραγισμένο:
    • (Λίμπον. 307).
  • 5) Ύφασμα με το οποίο δένονται τα μάτια, «τυφλοπάνι»:
    • (Διήγ. Βελ. χ 136).

[μτγν. ουσ. βούλλα. Η λ. και σήμ. (ά. γρ. βούλα)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες