Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- βούκινο το [vúkino] Ο41 : είδος σάλπιγγας από χαλκό ή όστρακο. ΦΡ κάνω κτ. ~, κοινολογώ ένα μυστικό, κτ. εμπιστευτικό: Εγώ του είπα ένα μυστικό, κι αυτός το ΄κανε ~.
[μσν. βούκινον < λατ. bucina θηλ. εν. που θεωρήθηκε ουδ. πληθ.]
[Λεξικό Κριαρά]
- βούκινο(ν) το.
-
- Κέρας που χρησιμοποιείται ως σάλπιγγα:
- παίξασι τα βούκινα … του πολέμου (Σταυριν. 923).
[<λατ. bucina. Η λ. τον 6. αι. (‑ον) και σήμ. (‑ο)]
- Κέρας που χρησιμοποιείται ως σάλπιγγα: