Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: βουτυρο
11 εγγραφές [1 - 10]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
βούτυρο το [vútiro] Ο42 : 1. λιπαρή, φαγώσιμη ουσία, λευκή ή υποκίτρινη, που παράγεται με κατεργασία από το γάλα, φρέσκο βούτυρο: Aγελαδινό / πρόβειο / κατσικίσιο ~. Πρωινό με ~ και μέλι. Παραγωγή βουτύρου. || λιωμένο βούτυρο, απαλλαγμένο από νερό και αλατισμένο. 2. πηχτή, ελαιώδης ουσία που παράγεται από τα σπέρματα διάφορων φυτών, φυτικό βούτυρο· (πρβ. μαργαρίνη): ~ κακάο / κοκοφοίνικα. 3. για φαγητά που παρασκευάζονται με βούτυρο αντί για λάδι: Mακαρόνια / μελιτζάνες / σπανάκι βουτύρου. || Kαραμέλες βουτύρου, με γεύση βουτύρου. ΦΡ ~ στο ψωμί / στη φέτα κάποιου, ενίσχυση της θέσης, των επιχειρημάτων κάποιου: Aυτό είναι ~ στο ψωμί της δεξιάς / της αριστεράς / της αντίδρασης.

[αρχ. βούτυρον]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
βουτυρο- [vutiro] & βουτυρό- [vutiró], όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό : α' συνθετικό σε σύνθετα ουσιαστικά: 1. με αναφορά στο βούτυρο και στη διαδικασία παραγωγής του: ~κομείο, ~μηχανή, ~ποιείο. 2. (μειωτ.) σε χαρακτηρισμούς υπερβολικά καλομαθημένων και μαλθακών ατόμων: βουτυρόπαιδο, ~μπεμπές.

[λόγ. θ. του ουσ. βούτυρ(ον) -ο-]

[Λεξικό Κριαρά]
βούτυρο(ν) το· βότυρον· βούτουρο(ν).
  • Βούτυρο:
    • (Χούμνου, Κοσμογ. 1028 κριτ. υπ).

[αρχ. ουσ. βούτυρον. Οι τ. και σήμ. ιδιωμ. Η λ. (ο) και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
βουτυρόγαλα το [vutiróγala] Ο49 : το υγρό που μένει μετά την αφαίρεση του βουτύρου από το γάλα.

[βουτυρο- + γάλα]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
βουτυροκομείο το [vutirokomío] Ο39 : εργαστήριο παρασκευής βουτύρου.

[λόγ. βουτυρο- + -κομείον]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
βουτυροκομία η [vutirokomía] Ο25 : η παρασκευή βουτύρου.

[λόγ. βουτυρο- + -κομία]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
βουτυροκομικός -ή -ό [vutirokomikós] Ε1 : που αναφέρεται στη βουτυροκομία ή έχει σχέση με αυτή: Bουτυροκομικά προϊόντα.

[λόγ. βουτυροκομ(ία) -ικός]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
βουτυροκόμος ο [vutirokómos] Ο18 : αυτός που ασχολείται επαγγελματικά με την παρασκευή βουτύρου.

[λόγ. βουτυρο- + -κόμος]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
βουτυρομπεμπές ο [vutirobebés] Ο13 : βουτυρόπαιδο.

[βουτυρο- + μπεμπές]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
βουτυρόπαιδο το [vutirópeδo] Ο41 : (μειωτ.) ΣYN σοκολατόπαιδο. 1. υπερβολικά καλομαθημένο και αναθρεμμένο με πολλές περιποιήσεις αγόρι, μαμόθρεφτο. 2. παχουλό, αφράτο και συνήθ. νωθρό σωματικά αγόρι, πλούσιας οικογένειας.

[βουτυρο- + παιδ(ί) -ο]

< Προηγούμενο   [1] 2   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες