Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- βουτυρικός -ή -ό [vutirikós] Ε1 : (χημ.) που έχει σχέση με το βούτυρο: Bουτυρικό οξύ, λιπαρό οξύ που αποτελεί συστατικό του βουτύρου. Bουτυρική ζύμωση, η μετατροπή υδατανθράκων και άλλων οργανικών ενώσεων σε βουτυρικό οξύ.
[λόγ. < γαλλ. butyrique < λατ. buty r(um) < αρχ. βούτυρ(ον) -ique = -ικός]