Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- βουτσί το [vutsí] Ο43 : (λαϊκότρ.) βαρέλι.
[μσν. βουτσί(ον) < βουτί(ο)ν (ισχυροπ. της άρθρ. [ti > tsi] ) υποκορ. του ελνστ. βούτις < υστλατ. buttis]
[Λεξικό Κριαρά]
- βουτσίον το· βουτσί· βουτσίν· βουττίν.
-
- 1) Βαρέλι για διατήρηση κυρίως κρασιού:
- αν είν’ και θέλετε κρασά, βουτσιά ’χω να σας δείξω (Σαχλ. B´ PM 595).
- 2) Μέτρο χωρητικότητος πλοίων:
- θέλει είσταιν τούτον το καράβιν βουτσίων επτακοσίων (Καραβ. 49420).
[<ουσ. βουττίον (6. αι. Lampe, βλ. και LBG, λ. βουτ(τ)ίον <μτγν. ουσ. βούττις + κατάλ. ‑ίον). Ο τ. ‑ί στο Meursius (‑τζή) και σήμ. ιδιωμ., καθώς και οι άλλοι τ. Η λ. στο Meursius (‑τζ‑)]
- 1) Βαρέλι για διατήρηση κυρίως κρασιού: