Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: βουρτσιά
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
βουρτσιά η [vurtsxá] Ο24 : 1. κάθε κίνηση της βούρτσας κατά το βούρτσισμα: Δυο τρεις βουρτσιές ακόμα στα παπούτσια κι είμαι έτοιμος. 2. το ίχνος που αφήνει η βούρτσα: Ο τοίχος / το ταβάνι έγινε όλο βουρτσιές.

[βούρτσ(α) -ιά]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες