Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- βουρκώνω [vurkóno] Ρ1α μππ. βουρκωμένος : αρχίζω να δακρύζω (από συγκίνηση, λύπη, στενοχώρια): Bούρκωσαν τα μάτια μου. Προσπάθησε να μη δείξει ότι ήταν βουρκωμένη. Mάτια βουρκωμένα. || (μτφ.): Bουρκώνει ο ουρανός, είναι πολύ συννεφιασμένος και έτοιμος να βρέξει.
[μσν. βουρκώνω < βούρκ(ος) -ώνω]
[Λεξικό Κριαρά]
- βουρκώνω· βορκώνω· βουλκώνω.
-
- I. Ενεργ.
- 1) Δακρύζω:
- εβούρκωσαν τα μάτια της (Αλεξ. 148).
- 2) Θλίβομαι, λυπούμαι:
- Ποία ψυχή και ποια καρδιά δεν ήθελεν βουρκώσει στα λόγια τα θλιβερά (Ιμπ. (Legr.) 969).
- 1) Δακρύζω:
- II. Μέσ.
- 1) Θολώνομαι·
- (εδώ) ταράζομαι:
- ως κάμνει το θαλάσσι της γης όντα βουρκώνεται (Θησ. ΙΑ´ [122]).
- (εδώ) ταράζομαι:
- 2) Εξοργίζομαι, αγανακτώ:
- εκ της χολής της περισσής καρδία του εβουρκώθη (Κορων., Μπούας 75).
- 1) Θολώνομαι·
- Η μτχ. παρκ. ως επίθ. =
- 1) Θολός, ρυπαρός:
- νερόν θολόν και βουρκωμένον (Πικατ. 33).
- 2) (Μεταφ.) σκοτεινός:
- Εφάνιστή τση να θωρεί νέφαλο βουρκωμένο (Ερωτόκρ. Δ´ 51).
- 3) Θυμωμένος:
- ως λέων βουλκωμένος (Ιμπ. 165 κριτ. υπ).
- 4) Aσαφής, συγκεχυμένος:
- συντηρώ … την εμιλιά σου ταπεινή και όλη βουρκωμένη (Θυσ. 566).
- 1) Θολός, ρυπαρός:
[<ουσ. βούρκος + κατάλ. ‑ώνω. Οι τ. και σήμ. ιδιωμ. Η λ. στο Du Cange, (λ. βούρκα) και σήμ.]
- I. Ενεργ.