Παράλληλη αναζήτηση
49 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- βουρ [vúr] επιφ. : (οικ., προφ.) χρησιμοποιείται για να δηλωθεί γρήγορη δράση, ενέργεια, κίνηση: Θα τελειώσω στα γρήγορα κάτι δουλίτσες και μετά ~ για το σπίτι. Mπήκαμε όλοι στα αυτοκίνητα και ~ για τη θάλασσα. ΦΡ ~ στον πατσά, εμπρός, όρμα.
[τουρκ. vur `χτύπα΄ (προστ. του ρ. vurmak)]
[Λεξικό Κριαρά]
- βουρβουλακιάζω· βουρβουρακιάζω.
-
- Γουργουρίζω:
- τ’ άντερά μου βουρβουρακιάζουν και πονούν (Κατζ. Α´ 28).
[<βουρβουλακώ + κατάλ. ‑ιάζω. Η λ. στο Somav. και σήμ. ιδιωμ.]
- Γουργουρίζω:
[Λεξικό Κριαρά]
- βουρβουλειό το.
-
- Πλήθος (ανθρώπων):
- Το συναγώγι γέμισεν από το βουρβουλειό τους (Μαρκάδ. 431).
[<ουσ. βουρβούλα (ΙΛ) + κατάλ. ‑ειό. Η λ. και σήμ. ιδιωμ.]
- Πλήθος (ανθρώπων):
[Λεξικό Κριαρά]
- βουρβουρακιάζω,
- βλ. βουρβουλακιάζω.
[Λεξικό Κριαρά]
- βουρβουρύζω.
-
- Είμαι γεμάτος, αφθονώ:
- ο κόλπος του εβουρβούρυζεν φθείρας αμυγδαλάτας (Προδρ. III 64).
[<αρχ. βορβορύζω. Η λ. και σήμ. ιδιωμ.]
- Είμαι γεμάτος, αφθονώ:
[Λεξικό Κριαρά]
- βουργά, επίρρ.,
- βλ. γοργά.
[Λεξικό Κριαρά]
- βουργάρ‑, βουργαρ‑,
- βλ. βουλγάρ‑, βουλγαρ‑.
[Λεξικό Κριαρά]
- Βούργαρος ο,
- βλ. Βούλγαρος.
[Λεξικό Κριαρά]
- βουργέζ‑, βουργεζ‑, βουργέσ‑, βουργεσ‑,
- βλ. μπουργέζ‑, μπουργεζ‑.
[Λεξικό Κριαρά]
- βουργηζαίοι, ‑σαίοι οι,
- βλ. μπουργέζης.