Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: βουνοκορφή
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
βουνοκορφή η [vunokorfí] & βουνοκορυφή η [vunokorifí] Ο29 : κορυφή βουνού.

[βουν(ό) -ο- + κορυφή, κορφή]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες