Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: βουνάτσος
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
βουνάτσος, επίθ.
  • Βουνίσιος:
    • (Μπερτολδίνος 133).

[<ουσ. βουνό + κατάλ. άτσος· πβ. Croce 128 montanaraccio]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες