Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- βουλώνω [vulóno] Ρ1α μππ. βουλωμένος : ANT ξεβουλώνω. 1α. (για δοχείο, φιάλη) κλείνω, φράζω το στόμιο με ένα πώμα· ταπώνω: ~ το μπουκάλι / τη φιάλη / το βαρέλι / τη στάμνα. β. κλείνω, φράζω ένα άνοιγμα: ~ μια τρύπα. Bούλωσα τις τρύπες της στέγης. ~ τα αυτιά μου, τα κλείνω για να μην ακούω ή για να τα προστατεύσω. (έκφρ.) ~ το μάτι κάποιου, με χτύπημα το κάνω να πρηστεί και να κλείσει. ΦΡ ~ τρύπες*. ~ το στόμα* κάποιου. ~ το στόμα* μου ή το ~. γ. φράζομαι, κλείνω: Bούλωσε ο νεροχύτης / η αποχέτευση / η μύτη μου. Mπήκε νερό και βούλωσαν τ΄ αυτιά μου. 2. (παρωχ., για επιστολή) κλείνω και σφραγίζω, κυρίως στη ΦΡ διαβάζω βουλωμένο γράμμα, έχω αυξημένη ικανότητα να αντιλαμβάνομαι γρήγορα, πράγματα δυσδιάκριτα ή δυσνόητα.
[μσν. βουλλώνω < βούλλ(α δες στο βούλα) -ώνω]