Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- βουλκανιζατέρ το [vulkanizatér] Ο (άκλ.) : συσκευή ή συνεργείο επιδιόρθωσης φθαρμένων ελαστικών, κυρίως των αυτοκινήτων: Έμεινα από λάστιχο και ψάχνω για ~. || η αντίστοιχη εργασία, η διαδικασία επιδιόρθωσης· αναγόμωση: Πήγα το αυτοκίνητο για ~.
[γαλλ. vulcanisateur]