Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- βουλιέμαι.
-
- (Απρόσ.) θέλω, επιθυμώ, σκέπτομαι:
- Ως σου βουλιέται άρχισε τη θλίψη μου να πάψεις (Ζήν. Β´ 35).
[<βούλομαι κατά τα ρ. σε ‑ιέμαι. Η λ. και σήμ. ιδιωμ.]
- (Απρόσ.) θέλω, επιθυμώ, σκέπτομαι: